Αποστολές Εξωτερικού

Ελβετικές ΑΛΠΕΙΣ

(Matterhorn και Dufourspitze)

Αύγουστος 2009

Έχει περάσει καιρός από τον περασμένο Αύγουστο που εκδράμαμε στις Ελβερικές Άλπεις, οι μνήμες και οι εμπειρίες ωστόσο είναι τόσο νωπές, λες και δεν πέρασε ούτε μια μέρα. Άλλωστε, το να μπούμε στη διαδικασία να τις καταγράψουμε και να τις μοιραστούμε με τους φίλους ορειβάτες, είναι μια καλή αφορμή για την ψυχολογική προετοιμασία μας για την επόμενη αποστολή.

 

Στις 31/07/2009, ημέρα Παρασκευή, ξεκινήσαμε, με τον κλασσικό τρόπο που ξεκινάνε όλες οι αποστολές για τις Άλπεις [Θεσσαλονίκη, διανυκτέρευση στην Ηγουμενίτσα, Βενετία, μετά από ταξίδι 24 ωρών με πλοίο (βλ. φωτό Νο 1), Μιλάνο, κλπ], ο Δημήτρης ο Μάρδας, ο Γιώργος ο Καμπάκης και εγώ (Νίκος Παλαπανίδης), με ευσεβή στόχο την ανάβαση σε δύο ξακουστές κορυφές, ήτοι στην Dufourspitze (η ψηλότερη κορυφή του Monte Rosa σε υψόμετρο 4.634 μ.), μέσω της κλασσικής διαδρομής από την ελβετική πλευρά και του θρυλικού Matterhorn (4.478 μ.), το οποίο μάλλον δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, από την κλασσική κόψη του Hornli.

 

Φτάσαμε στο Zermatt της Ελβετίας (ξακουστό για τη φυσική του ομορφιά χιονοδρομικό κέντρο σε υψόμετρο 1.620 μ. – βλ. φωτό Νο 2 και 3) Κυριακή απόγευμα, αφού είχαμε διασχίσει το Simplon Pass, το πανέμορφο, πάνω από τις Άλπεις, πέρασμα από την Ιταλία στην Ελβετία, κάτω από καταρρακτώδη βροχή και μετά από πολύωρο ταξίδι (ο Γιώργος ήταν ο ακούραστος οδηγός σε όποια μετακίνηση χρειάστηκε να κάνουμε με το αυτοκίνητο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας) και αμέσως κατασκηνώσαμε στο Tasch, ένα χωριό έξω από το Zermatt, δεδομένου ότι η είσοδος των αυτοκινήτων στο Zermatt απαγορεύεται (πηγαίνεις με τραίνο, ενώ η κυκλοφορία μέσα στο χωριό γίνεται μόνο με παϊτόνια και ηλεκτροκίνητα οχήματα).

 

Την επόμενη μέρα και κάτω από άσχημες καιρικές συνθήκες (εννοείται ότι το δελτίο καιρού που είχαμε συμβουλευτεί έδινε καλοκαιρία από την επόμενη μέρα), φτάσαμε με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο στο Rotenboden (2.815 μ.), απ’ όπου και ξεκινήσαμε, με πλήρη εξοπλισμό στην πλάτη, για το καταφύγιο Monte Rosa (2.795 μ. – βλ. φωτό Νο 4). Χρειάστηκε πάνω από 3 ώρες για να φτάσουμε, δεδομένου ότι, εκτός από το πρώτο κομμάτι του μονοπατιού που είναι βατό, στη συνέχεια διασχίζεις παγετώνα, μετά παγετώνα με βράχια, μετά παγετώνα με πολλές crevasse και στο τέλος κάνεις ήπια αναρρίχηση (βλ. φωτό Νο 5), με σταθερά σχοινιά στα δύσκολα περάσματα.

 

Την επόμενη μέρα, αλλά και όλες τις ημέρες που ήμασταν εκεί, εκτός από το Σάββατο που επιστρέψαμε στο Zermatt, ο καιρός ήταν εξαιρετικός. Σαν πρώτη ημέρα και προκειμένου να κάνουμε προσαρμογή στο υψόμετρο, «περπατήσαμε» μέχρι τα 4.000 μ. στον παγετώνα Grenzgietscher και επιστρέψαμε στο καταφύγιο μετά από συνολική πορεία 8 ωρών. Χάραμα της επομένης (εγερτήριο στις 1:30, πρωϊνό στις 2, στον πάγο στις 3 – βλ. φωτό Νο 6) ξεκινήσαμε ανεβαίνοντας τον ίδιο παγετώνα και σκοπό να φτάσουμε στη Dufourspitze. Συνέβη όμως το απρόοπτο, από την αρχή ακόμα της διαδρομής, ο Δημήτρης να αισθάνεται άρρωστος, οπότε και επέστρεψε στο καταφύγιο (ευτυχώς δεν είχαμε απομακρυνθεί) και εγώ με τον Γιώργο ανεβήκαμε, μετά από πορεία 8,5 ωρών, στην κορυφή Zumstein (4.563 μ. – βλ. φωτό Νο 7), απ’ όπου μπορούσαμε να απολαύσουμε τη θέα της Dufourspitze και του καταφυγίου Margherita στην κορυφή Signalkuppe (4.559 μ.), το οποίο είχα επισκεφθεί την προηγούμενη χρονιά (αναβάλαμε την ανάβαση στη Dufourspitze μέχρι ο Δημήτρης να γίνει καλά). Επιστρέψαμε στο καταφύγιο μετά από συνολική πορεία περίπου 12,5 ωρών, ο Δημήτρης ευτυχώς ήταν καλά και…όλοι μαζί το ρίξαμε στις μπύρες (βλ. φωτό Νο 8), δεδομένου ότι χρειαζόμασταν ενυδάτωση και το νερό ήταν πανάκριβο (βλ. φωτό Νο 9), κοιτώντας από μακρυά το Matterhorn. Αφιερώσαμε την άλλη μέρα σε ξεκούραση και την Παρασκευή τελικά, ξεκινήσαμε και οι τρεις μας, δεμένοι σε σχοινοσυντροφιά, για τον πρώτο ουσιαστικό μας στόχο : την κορυφή Dufourspitze (4.634 μ.). Η πορεία ήταν μεγάλη και απαιτητική, δεδομένου ότι αρχικά διασχίσαμε (με πολύ προσοχή, λόγω των πολλών crevasse – βλ. φωτό Νο 10) τον παγετώνα Monte Rosagletscher, στη συνέχεια και επί μακρόν, οι κλίσεις γινόταν έντονες (ευτυχώς το χιόνι ήταν σφιχτό, κάτι που σου έδινε μεγάλη σιγουριά στο βήμα), κατόπιν και για μια ώρα περίπου περάσαμε μια κόψη με βράχια (και σε κάποια σημεία πάγο), όπου απαιτείται αναρρίχηση, μετά πάλι απότομες κλίσεις και ξανά μετά, άλλη βράχινη μικτή κόψη (βλ. φωτό Νο 11), το τελευταίο κομμάτι πριν την κορυφή, με μεγαλύτερες απαιτήσεις αυτήν τη φορά (όπου υπήρχαν ένα-δυο σταθερά σχοινιά στα κάθετα περάσματα) και…επιτέλους κορυφή (βλ. φωτό Νο 12). Μείναμε στην κορυφή αρκετή ώρα, βρισκόμασταν σε έναν μικρό ορειβατικό παράδεισο και θέλαμε να τον απολαύσουμε, ο καιρός ήταν τέλειος και η θέα τόσων μαζεμένων κορυφών και παγετώνων μαγευτική. Με βαριά καρδιά και με κάποια μικρή ανησυχία για την ποιότητα του χιονιού κατά την επιστροφή (οι θερμοκρασία είχε ανέβει αρκετά λόγω του ήλιου), ξεκινήσαμε για πίσω. Όλα πήγαν καλά και μετά από συνολικά 14 ωρών πορεία φτάσαμε, κουρασμένοι αλλά χαρούμενοι, στο καταφύγιο.

 

Την επόμενη μέρα επιστρέψαμε στο Tasch, ο καιρός ήταν χάλια από το πρωί, ξαναστήσαμε τις σκηνές μας και, το βράδυ, κάναμε περιήγηση στο Zermatt (μεταξύ άλλων επισκεφθήκαμε το κοιμητήριο των οδηγών βουνού σε τιμητική θέση στον περίβολο της εκκλησίας – βλ. φωτό Νο 13), όπου κανονίσαμε, στο ειδικό γι’ αυτές τις δουλειές Alpine Center, τα σχετικά με την ανάβασή μας στο Matterhorn. Κλείσαμε δύο διανυκτερεύσεις στο καταφύγιο Hornli (έτσι κι αλλιώς απαγορεύεται παραμονή μεγαλύτερης διάρκειας), με επιθυμητή ημέρα ανάβασης την Τρίτη, παρά το γεγονός ότι το δελτίο καιρού έδινε επιδείνωση. Ευτυχώς, στο πρόγραμμά μας είχαμε προβλέψει την πιθανότητα να χάσουμε μέρες λόγω του καιρού, κάτι που μιλώντας για τις Άλπεις θεωρείται αναμενόμενο. Επιπλέον και δεδομένου ότι κατά την ανάβασή μας στη Dufourspitze διαπιστώσαμε ότι η κίνηση με σχοινοσυντροφιά τριών ατόμων είναι αργή, κάτι που θα αποτελούσε πρόβλημα στην ανάβασή μας στο Matterhorn (λόγω του μήκους της και της δυσκολίας της πρέπει όλα να γίνονται γρήγορα), προσπαθήσαμε, ανεπιτυχώς, να κλείσουμε έναν οδηγό βουνού, για να ανέβει μαζί με τον Γιώργο, ο οποίος «θυσιάστηκε» για το καλό του Δημήτρη και το δικό μου και τελικά δεν ανέβηκε καθόλου.

 

Την άλλη μέρα, ημέρα Κυριακή, είμασταν «ελεύθεροι». Ο καιρός έκανε ένα «παράθυρο» και είχε, πρόσκαιρα όπως αποδείχτηκε, βελτιωθεί. Πήγαμε με τα πόδια, σε χαλαρό ρυθμό, από το πρωί στο Zermatt, μέσα από ένα πανέμορφο μονοπάτι 1,5 ώρας περίπου, όπου μας περίμενε μια έκπληξη : γινόταν ένα παραδοσιακό «πανηγύρι» (folklore festival), το οποίο περιελάμβανε παρέλαση με παραδοσιακές στολές, φεστιβάλ ορχηστρών, αναπαραστάσεις εθίμων και συνηθειών, παραδοσιακούς χορούς, κλπ (βλ. φωτό Νο 14 και 15). Το θέαμα, όσο παρακολουθήσαμε, ήταν πρωτόγνωρο και πανέμορφο, διαδραματιζόταν εν μέσω άπειρων λουλουδιών και χρωμάτων και οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτό, άνθρωποι όλων των ηλικιών, είχαν αστείρευτο κέφι και έμπνευση. Κάποια στιγμή ξεκολλήσαμε (ήταν ήδη μεσημέρι) και, με το βλέμμα πάντα στην πρόβλεψη του καιρού για τις επόμενες μέρες, επισκεφθήκαμε το Gorner Gorge, ένα φαράγγι απίστευτης ομορφιάς και δέους στην άκρη του Zermatt, με τρεχούμενα νερά και καταρράκτες (βλ. φωτό Νο 16).

 

Ο καιρός δεν μας έκανε τη χάρη. Δευτέρα πρωί και βρέχει συνέχεια. Ακυρώνουμε την κράτησή μας στο καταφύγιο Hornli και κάνουμε νέα κράτηση για δυο μέρες αργότερα, με τελευταία ευκαιρία για ανάβαση στο Matterhorn την Πέμπτη 13 Αυγούστου (Σάββατο πρωί πρωί έπρεπε να βρισκόμαστε στη Βενετία για την επιστροφή). Τη Δευτέρα λοιπόν, έτσι όπως εξελίχθηκε το πράγμα, «πεταχτήκαμε» μέχρι το Chamonix στη Γαλλία (150 χλμ. περίπου από το σημείο που βρισκόμασταν), το φημισμένο «επίνειο» του Mont Blanc (βλ. φωτό Νο 17). Η διαδρομή ήταν πανέμορφη, αρχικά σε πεδιάδα, στην άκρη της οποίας είναι η φημισμένη για τα κρασιά της ελβετική κωμόπολη Martigny και μετά πάνω από τις Άλπεις, δεδομένου ότι το Chamonix είναι ακριβώς στην άλλη πλευρά. Γαλλικός αέρας εδώ, με ότι αυτό σημαίνει, κάναμε περιορισμένες αγορές ορειβατικών ειδών (μην ξεχνάμε ότι βρισκόμασταν στον παράδεισο του ορειβατικού καταναλωτισμού) και το απόγευμα επιστρέψαμε στη βάση μας.

 

Τρίτη και ο καιρός δε λέει να στρώσει. Μαθαίνουμε ότι στο Matterhorn επικρατούν άσχημες συνθήκες και ότι χιόνισε. Αρχίσαμε να ανησυχούμε, παρά το γεγονός ότι το δελτίο έδινε βελτίωση την επόμενη μέρα. Για να γεμίσουμε τη μέρα μας και για να ξεχαστούμε λίγο από το άγχος του καιρού, που προστέθηκε στο άγχος που ήδη είχαμε λόγω του δύσκολου εγχειρήματος που μας περίμενε, ανεβήκαμε στο Zermatt και πήραμε το τελεφερίκ για το Klein Matterhorn, ένα απίστευτο τουριστικό «μπαλκόνι» σε υψόμετρο 3.795 μ. (βλ. φωτό Νο 18), όπου Αυγουστιάτικα έκαναν σκι, το οποίο αποτελεί το δεύτερο πιο ψηλό σημείο στην Ευρώπη που πάει τελεφερίκ, μετά το Aiguille du Midi, στο οποίο πας από το Chamonix και είναι σε υψόμετρο 3.800 μ. Από εκεί είχαμε τη δυνατότητα να δούμε την ποσότητα του χιονιού που έπεσε στο Matterhorn, η οποία ευτυχώς δεν ήταν μεγάλη (βλ. φωτό Νο 19). Και για να «ξεμουδιάσουμε», ανεβήκαμε στο Breithorn (4.164 μ. – βλ. φωτό Νο 20), ακριβώς δίπλα από το σημείο που βρισκόμασταν (συνολικός χρόνος ανάβασης και επιστροφής μόλις 3,5 ώρες). Επιστροφή στο Zermatt και τελευταία ενημέρωση για τον καιρό. Το δελτίο πλέον έδινε με βεβαιότητα βελτίωση την επόμενη μέρα, οπότε γυρίσαμε στο camping για να ετοιμαστούμε.

 

Έτοιμοι λοιπόν Τετάρτη πρωί, με ελάχιστο εξοπλισμό μαζί μας (εννοείται ότι από τη Θεσσαλονίκη ακόμα είχαμε συλλέξει όσες σχετικές πληροφορίες ήταν δυνατό, κάτι που δεν ήταν και πολύ εύκολο, αφενός γιατί αυτοί που ανέβηκαν στο Matterhorn μετριούνται στα δάχτυλα «της μίας χειρός» και αφετέρου γιατί οι πληροφορίες που κυκλοφορούν στο internet δίνονται με το σταγονόμετρο, προκειμένου, όπως λένε οι κακές γλώσσες, να αναγκάζεσαι να πάρεις οδηγό βουνού) και με τον ήλιο επιτέλους να λάμπει και να μας κλείνει το μάτι, πήραμε το τελεφερίκ και φτάσαμε στο Schwarsee σε υψόμετρο 2.584 μ. και από εκεί, με τα πόδια πλέον από βατό μονοπάτι, στο καταφύγιο Hornli (3.620 μ.) σε διάστημα 2 ωρών. Βρισκόμασταν κυριολεκτικά κάτω από το θρυλικό βουνό, ακριβώς στη βάση της κόψης που σε οδηγεί στην κορυφή (βλ. φωτό Νο 21) και είχαμε την ευκαιρία να την παρατηρούμε πρώτη φορά από τόσο κοντά (σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαμε, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν μερικώς, δεν υπάρχει σήμανση στη διαδρομή και, ειδικά στο πρώτο κομμάτι που γίνεται νύχτα, είναι σύνηθες να χάνεσαι) και να παρακολουθούμε αυτούς που κατέβαιναν.

 

Σύμφωνα με τους κανόνες του καταφυγίου, το πρωινό (ο Θεός να το κάνει πρωινό) σερβίρεται στις 4 το πρωί και απαγορεύεται να ξεκινήσεις πριν από αυτήν την ώρα (όταν λέμε «απαγορεύεται» το εννοούμε κυριολεκτικά, δεδομένου ότι οι πόρτες του καταφυγίου παραμένουν κλειδωμένες μέχρι τότε). Έτσι λοιπόν, 13 Αυγούστου ξημερώματα, ημέρα Πέμπτη, ξεκινήσαμε εγώ και ο Δημήτρης να ανεβούμε στην αγαπημένη κορυφή, αφού ο Γιώργος έμεινε αμετακίνητος στην αρχική του θέση να μην έρθει μαζί μας για να μας διευκολύνει (μέχρι τελευταία του λέγαμε να πάμε όλοι μαζί, όσο πάμε, σαν παρέα όπως ξεκινήσαμε, αλλά ήταν αμετάπειστος). Η διαδρομή, η οποία ουσιαστικά ακολουθεί τη γνωστή κόψη, ξεκινάει με ένα κάθετο πέρασμα 15 μέτρων περίπου, όπου ανεβαίνει ένας ένας με φιξαρισμένο σχοινί και κυριολεκτικά δημιουργείται «μποτιλιάρισμα».  Πρώτοι φυσικά έφυγαν οι οδηγοί βουνού με τους πελάτες τους (ένας οδηγός, ένας πελάτης – χρησιμοποιώ τον όρο «πελάτης» γιατί έτσι τους αποκαλούν και οι ίδιοι), τους οποίους εν ολίγοις έσερναν από το λαιμό σαν τα σκυλιά.

 

Για καλή μας τύχη και χρησιμοποιώντας όλες τις αισθήσεις μας, δε βγήκαμε καθόλου από τη διαδρομή, κάτι που συνήθως συμβαίνει, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας. Στο μεγαλύτερο ποσοστό απαιτείται αναρρίχηση, με περάσματα το πολύ 4ου βαθμού, στα οποία ασφάλιζε ο ένας τον άλλον με πρόχειρο τρόπο, ώστε να μην καθυστερούμε. Φτάσαμε έτσι σε 3,5 ώρες (ικανοποιητικός χρόνος) στο καταφύγιο ανάγκης Solvay σε υψόμετρο 4.000 μ., το οποίο είναι κυριολεκτικά γαντζωμένο στο βράχο (βλ. φωτό Νο 22). Συνεχίσαμε χωρίς διάλειμμα και ενώ είχαν ήδη αρχίσει να κατεβαίνουν κάποιες σχοινοσχοιντροφιές που είχαν εγκαταλείψει και επέστρεφαν. Αυτό μας δημιουργούσε πρόβλημα, ειδικά σε 1-2 περάσματα με σταθερά σχοινιά, όπου έπρεπε να περιμένουμε και να χάνουμε χρόνο. Συνεχίσαμε την ανάβαση, η οποία έμοιαζε ατελείωτη, χωρίς στάση για να κερδίζουμε χρόνο, με πάθος για την κορυφή. Ασφαλιζόμασταν πρόχειρα σε ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό «πασαλάκια» (βλ. φωτό Νο 23) και φτάσαμε στο σημείο όπου ξεκινούσε ο πάγος και φορέσαμε κραμπόν. Από εδώ παρακολουθήσαμε μια επιχείρηση διάσωσης με ελικόπτερο, δεδομένου ότι κάποιος είχε τραυματιστεί και για ώρα, όσο ανεβαίναμε, βλέπαμε τα αίματα πάνω στο χιόνι. Με το ηθικό απτόητο συνεχίσαμε, μέχρι που είμασταν αρκετά ψηλά, σε κλίσεις που γινόταν ολοένα και περισσότερο απότομες και σε κάποια σημεία σχεδόν κάθετες. Φτάσαμε πλέον στο σημείο που περνάς στη δεξιά πλευρά της κόψης, που είναι και το τελευταίο κομμάτι για την κορυφή. Μας έμεναν περίπου, όπως μας είπε ένας οδηγός βουνού που κατέβαινε εκείνη την ώρα και καταδέχτηκε να μας μιλήσει, 200 μέτρα για την κορυφή. Εκεί υπήρχε μια σειρά από 13, αν θυμάμαι καλά, σταθερά σχοινιά μεγάλου μήκους, όπου πραγματικά σου κόβονταν τα χέρια από την κούραση, αφού η κλίση ήταν πολύ απότομη και από κάτω υπήρχε το χάος (ανεβαίναμε ασφαλισμένοι μόνο μεταξύ μας και οποιοδήποτε λάθος θα ήταν μοιραίο).

 

Είχαμε ήδη αρχίζει να «οσφριζόμαστε» την κορυφή. Η κούρασή μας ήταν μεγάλη, σκαρφαλώναμε ασταμάτητα για πάνω από 9 ώρες κι έτσι δεν καταλάβαμε ότι ο καιρός είχε αρχίσει να γυρνάει. Μέχρι που οι ριπές του αέρα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δυνατές, όλο και πιο συχνές και πλέον δε γινόταν να τις αγνοούμε. Κοιταχτήκαμε και συνεχίσαμε. Πιστεύω ότι και οι δυο εκείνη τη στιγμή σκεφτόμασταν το ίδιο πράγμα : μήπως ο άλλος πει να γυρίσουμε. Συνεχίσαμε λίγο ακόμα, ένα σχοινί ακόμα, δύο σχοινιά ακόμα, πέντε, έξι, μας έμεναν μόνο τρία σχοινιά (κάθετο το πεδίο και κάτω πάγος) και βγαίναμε στην άλλη πλευρά της κόψης, το τελευταίο κομμάτι για την πραγματοποίηση του ονείρου. Ο καιρός αγρίεψε ακόμα περισσότερο. Σταθήκαμε για να φτιάξουμε λίγο τον εξοπλισμό μας. Ήρθαμε «ενώπιος ενωπίω» με αυτά που μας έμαθαν οι παλιοί ορρειβάτες και οι εκπαιδευτές μας στις σχολές, τα οποία και οι ίδιοι με τη σειρά μας έχουμε πει στα νέα παιδιά. Έπρεπε να συνεχίσουμε ορμώμενοι από το πάθος μας για την κορυφή, ή έπρεπε να σκεφτούμε ότι με τον καιρό δεν μπορείς να τα βάλεις και να εγκαταλείψουμε; Συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν μάταιο. Πήραμε την απόφαση να γυρίσουμε.

 

Τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής ήταν τόσο δυνατά και πολύπλοκα, που δεν μπορώ να τα περιγράψω. Αρχίσαμε την κατάβαση με γρήγορους ρυθμούς, κάνοντας απανωτά ραπέλ και προσπαθώντας να «χάσουμε» υψόμετρο. Τα πόδια και τα χέρια είχαν αρχίσει να βαραίνουν, όχι τόσο από την κούραση και το κρύο, όσο από το μέσα μας «γκρέμισμα». Ωστόσο δεν ήταν ώρα για συναισθηματισμούς. Έπρεπε να κατέβουμε με ασφάλεια και γι’ αυτό χρειαζόταν να έχουμε όλες μας τις αισθήσεις επικεντρωμένες σε αυτό.

Μετά από 5 ώρες φτάσαμε στο καταφύγιο ανάγκης. Η ώρα ήταν γύρω στις 6 το απόγευμα, αλλά ο ουρανός ήταν σκοτεινός λες και σουρούπωνε. Παρά το γεγονός ότι είχαμε κατέβει αρκετά, ο αέρας δεν έλεγε να κοπάσει. Πήραμε την απόφαση να διανυκτερεύσουμε εκεί, σκεπτόμενοι ότι οι περισσότεροι θάνατοι που σημειώθηκαν στη συγκεκριμένη διαδρομή (περίπου 500 από τότε που την ανέβηκαν οι πρώτοι αναρριχητές) οφειλόταν σε κούραση και λιθοπτώσεις και έγιναν κατά την επιστροφή.

Στο καταφύγιο ανάγκης βρισκόταν ήδη περίπου 15 ορρειβάτες διαφόρων εθνικοτήτων, πάρα πολλοί για τη δυναμικότητά του, οι οποίοι θα έμεναν εκεί μοιράζοντας την ανάβασή τους σε δύο ημέρες. Οπότε όταν φτάσαμε και μεις εκεί, κυριολεκτικά από τον ουρανό (με ραπέλ), δεν ήταν και τόσο φιλικοί μαζί μας. Παρ’ όλ’ αυτά τους είπαμε ευθέως ότι αυτό δεν είναι ένα καταφύγιο για προγραμματισμένη διανυκτέρευση κι έτσι περάσαμε τη νύχτα μας εκεί, εγώ πάνω σε ένα παγκάκι και ο Δημήτρης στριμωγμένος με άλλους σ’ ένα κρεβάτι (ευτυχώς είχαμε μαζί μας αλουμινοκουβέρτες και λίγη τροφή και νερό). Ο αέρας συνέχισε με αμείωτη ένταση όλο το βράδυ και κόπασε μόνο όταν άρχισε να ξημερώνει. Δεν είχαμε περιθώριο για καθυστέρηση. Την άλλη μέρα το πρωί έπρεπε να βρισκόμαστε στη Βενετία για το ταξίδι της επιστροφής.

Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε γρήγορα, πάλι με ραπέλ, μέχρι που συναντήσαμε τον Γιώργο να μας περιμένει έχοντας καρφωμένα τα μάτια του στη διαδρομή.

 

Ξεκουραστήκαμε για λίγο και πήραμε την αντίθετη πορεία για την επιστροφή μας στο Zermatt. Ήταν ήδη μεσημέρι. Μαζέψαμε τα πράγματά μας κάπως βιαστικά και, αφού φάγαμε και πλυθήκαμε και γενικώς συνήλθαμε από τις απίστευτα έντονες καταστάσεις των προηγούμενων δύο ημερών, ξεκινήσαμε για Ιταλία. Φτάσαμε μετά τις 12 τα μεσάνυκτα στη Vicenza, μια πόλη 60 χλμ. έξω από τη Βενετία, όπου και διανυκτερεύσαμε. Πρωί πρωί την άλλη μέρα, 15 Αυγούστου, πήγαμε στη Βενετία και πήραμε το καράβι για την επιστροφή μας στη Θεσσαλονίκη, στις ζωές μας, στα βουνά μας, στον Όλυμπό μας. Πιο έμπειροι, πιο ενωμένοι, πιο «πλούσιοι», πιο έτοιμοι. Έτοιμοι για τις επόμενες αποστολές, για τους επόμενους στόχους.

 

Από το καράβι ήδη αρχίσαμε σιγά σιγά να προβληματιζόμαστε για τις επόμενες εξορμήσεις μας, στις Άλπεις ή αλλού.

Μήπως άλλωστε έχουμε αφήσει «ανοιχτούς λογαριασμούς» με το Matterhorn;

 

Μετά τιμής

 

Νίκος Παλαπανίδης

 

 

Υ.Γ. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους φίλους και συνορρειβάτες για τις ευχές τους και γενικότερα για το έμπρακτο ενδιαφέρον τους και ιδιαιτέρως τον Σύλλογό μας για την υλική του υποστήριξη, μιας και κάλυψε μέρος των εξόδων της αποστολής.

ΠΑΓΟΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ

στη Ρίλα της Βουλγαρίας

Στις 7,8,9 και 10/01/2010 διοργανώθηκε από τη Λέσχη Ορειβασίας Χιονοδρομίας Καβάλας σεμινάριο παγοαναρρίχησης στη Ρίλα της Βουλγαρίας. Εκπαιδευτής ήταν ο Απόστολος Μπόσκος και μεταξύ των συμμετεχόντων (πέντε όλοι κι όλοι) ήμουν κι εγώ (Νίκος Παλαπανίδης).

Η δραστηριότητα υλοποιήθηκε στην περιοχή Σκακάβιτσα, η οποία αποτελεί κλασσικό προορισμό για παγοαναρρίχηση (υπάρχουν πολλά νερά και καταρράκτες, τα οποία, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών, παγώνουν και δημιουργούν καταπληκτικές «παγοδιαδρομές»).

Οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ καλές (εάν εξαιρέσεις ότι συχνά φυσούσε πολύ δυνατά και την τελευταία ημέρα έριχνε ακατάπαυστα παγωμένο χιόνι) και οι θερμοκρασίες κυμαίνονταν, σε μέσο όρο, λίγο κάτω από το μηδέν.

Διαμείναμε στο ομώνυμο καταφύγιο της Σκακάβιτσα (2,5 ώρες περίπου από τα σύνορα με αυτοκίνητο και στη συνέχεια 1,5 ώρα περίπου πεζοπορία), το οποίο συστήνω ανυπιφύλακτα σε όλους, δεδομένου ότι η περιοχή προσφέρει μαγευτικό τοπίο και άπειρες πεζοπορικές και αναρριχητικές διαδρομές.

Η παγοαναρρίχηση, αν και είναι μια δραστηριότητα εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη και απαιτεί πολλές ικανότητες, ήταν μια εμπειρία μοναδική (πρωτόγνωρη για μένα) και το σεμινάριο που είχα την τύχη να παρακολουθήσω, ελπίζω πως θα είναι μόνο η αρχή.

Μετά τιμής

Νίκος Παλαπανίδης